- ἀγερμός
- ἀγερμόςcollection of money for the service of the godsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… … Dictionary of Greek
ἀγερμῷ — ἀγερμός collection of money for the service of the gods masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερμόν — ἀγερμός collection of money for the service of the gods masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγυρμοσύνη — ἀγυρμοσύνη, η (Α) ἀγερμός*, ἀγερμοσύνη* [η λέξη έχει καταχωρισθεί μόνο στο Λεξικό τού Σκαρλάτου (τού Βυζαντίου) με την ερμηνεία ἀγερμός. Ο Σκαρλάτος ακολουθεί προφανώς τον Passow, Handwort, s. v., όπου καταφαίνεται ότι ο τύπος ἀγυρμοσύνη είναι… … Dictionary of Greek
αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… … Dictionary of Greek
αγυρμός — ο (Α ἀγυρμός) νεοελλ. παλιό έθιμο τών κατοίκων τής Βιζύης στη Θράκη, κατά το οποίο οι μεταμφιεσμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι (ίσως λείψανο τών αρχαίων διονυσιακών τελετών) αρχ. ο ἀγερμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ < ἀγερ τού ρ.… … Dictionary of Greek